- Ακτοριδης
- Ἀκτορίδης-ου ὅ сын Актора, т.е. Ἐχεκλῆς Hom.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Ἀκτορίδης — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀκτορίδαις — Ἀκτορίδης masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀκτορίδας — Ἀκτορίδᾱς , Ἀκτορίδης masc acc pl Ἀκτορίδᾱς , Ἀκτορίδης masc nom sg (epic doric aeolic) Ἀκτορίς fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀκτορίδαο — Ἀκτορίδᾱο , Ἀκτορίδης masc gen sg (epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)